- Τόμσκ
- το г. Томск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τομσκ — Πόλη (περίπου 502.000 κάτ.) στη δημοκρατία της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Τομ, σε απόσταση 220 χλμ. από το Νοβοσιμπίρσκ. Σημαντικότατο πνευματικό κέντρο της Σιβηρίας, το Τ. διαθέτει… … Dictionary of Greek
Τελεούτοι — Εκτουρκισμένος μογγολικός λαός της Σιβηρίας, που ζει στην περιφέρεια του Κρουτζνέσκ, Μπιίσκ και Τομσκ. Oνομάζονται και Τελενγκέτ. Οι Τ. υποτάχθηκαν στους Ρώσους ύστερα από μακρόχρονους αγώνες. Η γλώσσα τους είναι ιδίωμα της τουρκικής, συγγενικό… … Dictionary of Greek
Αζαντόφσκι, Μαρκ Κονσταντίνοβιτς — (1888 – 1954). Ρώσος λαογράφος και φιλόλογος. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Τομσκ, Ιρκούτσκ και Αγίας Πετρούπολης και διηύθυνε το λαογραφικό τμήμα του μουσείου Πούσκιν της Μόσχας. Οι… … Dictionary of Greek
Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές … Dictionary of Greek
Κίροφ, Σεργκέι Μιρόνοβιτς — (Sergei Mironovich Kirov, Ουρζούμ 1886 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1934). Σοβιετικός πολιτικός. Από το 1904 ήταν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ), του οποίου η πτέρυγα των μπολσεβίκων (= πλειοψηφούντων) … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… … Dictionary of Greek